ἀφελές

ἀφελές
ἀφελής
without a stone
masc/fem voc sg
ἀφελής
without a stone
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὠφελές — ἀφελές , ἀφελής without a stone masc/fem voc sg ἀφελές , ἀφελής without a stone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπινής — εὐπινής, ές (Α) 1. (για τους αθλητές στην παλαίστρα) αυτός που έχει στο σώμα ρύπο από σκόνη και λάδι 2. (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα στιλπνός, λαμπρός 3. (για οικία) καθαρή, κομψή, ευπρεπής 4. (για ύφος) απλό, αφελές 5. (κατά τον …   Dictionary of Greek

  • άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • αφελής — ές (AM ἀφελής, ές) 1. ανεπιτήδευτος, απλός 2. (για πρόσωπα) απλοϊκός, επιπόλαιος μσν. υγιής, ακέραιος αρχ. 1. (για έδαφος) στρωτός, χωρίς πέτρες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀφελές η απλότητα (κυρίως στο ύφος του λόγου). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας …   Dictionary of Greek

  • επιρρυθμίζω — ἐπιρρυθμίζω (Α) [ρυθμίζω] 1. (για στίχους) φέρνω σε ρυθμό, ρυθμοποιώ 2. ντύνω με απλότητα, στολίζω («ἐς τὸ ἀφελές καὶ ἀκόσμητον ἑαυτήν ἐπερρύθμιζε», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • παιδνός — παιδνός, ή, όν (ΑΜ, Α θηλ. και ός) 1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, παιδικός, παιδαριώδης («τὸ κατ ἀγροικίαν παιδνόν τε καὶ ἀφελές», Ευστ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παιδνός παιδί, έφηβος 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδνή κορίτσι, παιδίσκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς …   Dictionary of Greek

  • βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… …   Dictionary of Greek

  • Γκάντι, Άνιολο — (AgnoloGaddi, 1350; – 1396).Ιταλός ζωγράφος. Ήταν γιος του Φλωρεντινού ζωγράφου Ταντέο Γκάντι. Φιλοτέχνησε τις Ιστορίες της Αγίας Ζώνης της Παναγίας στη μητρόπολη του Πράτο και τις νωπογραφίες της αψίδας (περ. 1390) με θέμα τον θρύλο του Σταυρού… …   Dictionary of Greek

  • Ίνγκεμαν, Μπέρνχαρντ Σέβεριν — (Bernhard Severin Ingemann, Τόρκιστρουπ, Φάλστερ 1789 – Σόρε 1862). Δανός συγγραφέας. Πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής μέσα στο ρομαντικό ρεύμα που εκπροσωπούσε στη Γερμανία ο Τικ και ήδη από τα πρώτα χρόνια σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Αργότερα συνέθεσε …   Dictionary of Greek

  • Μπουσέ, Φρανσουά — (Francois Boucher, Παρίσι 1703 – 1770). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ροκοκό. Μαθήτευσε κοντά στον Λεμουάν, ύστερα στον χαράκτη Καρς και κατασκεύασε πολλά χαρακτικά αντίγραφα έργων του Βατό. Ταξίδεψε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”